Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐν ῥυθμῷ

См. также в других словарях:

  • ρυθμώ — (I) όω και μέσ. ιων. τ. ῥυσμοῡμαι, όομαι, Α [ῥυθμός / ῥυσμός] 1. ρυθμίζω, βάζω κάτι σε ρυθμό 2. παθ. ῥυθμοῡμαι, όομαι σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι σύμφωνα με ορισμένο τύπο. (II) έω, Α [ῥυθμός] 1. πιθ. ρυθμίζω 2. καθορίζω ποινή …   Dictionary of Greek

  • ῥυθμῶ — ῥυθμός any regular recurring motion masc gen sg (doric aeolic) ῥυθμόω shape pres subj act 1st sg ῥυθμόω shape pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυθμῷ — ῥυθμός any regular recurring motion masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυθμῶι — ῥυθμῷ , ῥυθμός any regular recurring motion masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …   Dictionary of Greek

  • έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… …   Dictionary of Greek

  • μεταρυσμώ — μεταρυσμῶ, όω (Α) μεταρρυθμώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * ῥυσμῶ, ιων. τ. τού ῥυθμῶ] …   Dictionary of Greek

  • ρυθμητικός — ή, όν, Α [ῥυθμῶ (Ι)] πιθ. ρυθμικός …   Dictionary of Greek

  • ρυσμούμαι — όομαι, Α βλ. ῥυθμῶ …   Dictionary of Greek

  • στιμμίζω — ΝΜΑ, και στιμίζω, και μέσ. τ. στιβίζομαι Α [στίμμι / στῑβι] βάφω τα βλέφαρα ή τα φρύδια με στίμμι μσν. μτφ. καθιστώ κάτι ευπρεπές ή λογικοφανές, ευτρεπίζω κάτι προκειμένου να εξαπατήσω κάποιον («ῥυθμῷ τὸ ψεῡδος στιμμίζουσιν», Θεοφύλ. Σ.) αρχ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»